- ἀναμοιράσασθαι
- ἀναμοιρά̱σασθαι , ἀνά-ἀμοιρέωhave no lotaor inf mid (attic)ἀναμοιρά̱σασθαι , ἀνά-μοιράωshareaor inf mid (attic)ἀναμοιρά̱σασθαι , ἀνά-μοιράωshareaor inf mid (doric aeolic)ἀνά-μοιράζωaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.